- σφηκαλέων
- -οντος, ὁ, Αείδος εντόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + λέων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφηκαλέοντας — σφηκαλέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek